ελζεβίρ

ελζεβίρ
(ElzevierElsevier). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών εκδοτών, τυπογράφων και βιβλιοπωλών, που δραστηριοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις από τα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 18ου αι. Ιδρυτής του οίκου των Ε. ήταν ο Λουδοβίκος Α’ (1540-1617), ο οποίος διώχθηκε επανειλημμένα εξαιτίας των προτεσταντικών του πεποιθήσεων. Ύστερα από διάφορες περιπέτειες, εγκαταστάθηκε το 1580 στο Λέιντεν, όπου άρχισε την εκδοτική του δραστηριότητα, που αργότερα έκανε διάσημο το όνομα της οικογένειας σε όλο τον κόσμο. Ονομαστά –μετά τον οίκο του Λέιντεν– είναι τα τυπογραφεία του Άμστερνταμ, της Ουτρέχτης, της Χάγης και της Κοπεγχάγης. Η πιο ένδοξη περίοδος των εκδόσεων των Ε. άρχισε το 1626, έτος κατά το οποίο ξεκίνησε να κυκλοφορεί η σειρά De Republica, η οποία απαρτιζόταν από τόμους μικρού σχήματος με περιγραφές 62 χωρών του κόσμου και των πολιτευμάτων τους. Το 1629 εγκαινιάστηκε η σειρά των Λατίνων κλασικών, με τόμους μικρού σχήματος, και το 1642 η σειρά των σπουδαιότερων έργων της γαλλικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για πραγματικά τυπογραφικά αριστουργήματα, των οποίων η βασική πρωτοτυπία έγκειται στην καθαρότητα και στην κομψότητα των τυπογραφικών στοιχείων. Τα στοιχεία αυτά χάραξε ο Κρίστοφελ Βαν Ντάικ, μιμούμενος τα στοιχεία των πιο παλιών ιταλικών τυπογραφείων και ιδιαίτερα του Ζανσόν της Βενετίας. Ο Κρίστοφελ Βαν Ντάικ θεωρείται επίσης ο σχεδιαστής του λεγόμενου ελζεβίρ, τυπογραφικού στοιχείου που χρησιμοποιούσαν οι Ε. στο Άμστερνταμ. Ελζεβίρ ονομάζεται ακόμη και σήμερα μια οικογένεια τυπογραφικών στοιχείων, τα οποία είναι γνωστά και ως Times. Ελζεβιριανή έκδοση (Λέιντεν, 1628) του «De Republica Venetorum». Η σειρά «De Republica» περιλαμβάνει 62 μικρούς τόμους, με περιγραφές ισάριθμων χωρών και των πολιτευμάτων τους, και αποτελεί την καλύτερη περίοδο των εκδόσεων της οικογένειας Ελζεβίρ.
* * *
τύπος τυπογραφικών στοιχείων δίπαχων και με τριγωνικές προεξοχές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • ελζεβιριανός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εκδότες Ελζεβίρ ή στις εκδόσεις τους …   Dictionary of Greek

  • Λέιντεν — (Leiden). Πόλη (117.170 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, στην επαρχία της Νότιας Ολλανδίας (Zuid Holland, 3.445 τ. χλμ. 2.559.477 κάτ.). Είναι χτισμένη στον ποταμό Όουντε Ράιν, βραχίονα του Ρήνου, που έχει μεταβληθεί σε διώρυγα, σε μικρή απόσταση από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”